παρευδιαστής

παρευδιαστής
ὁ, Α [παρευδιάζομαι]
είδος πτηνών που ζούσαν στο νερό και έβγαιναν στην ξηρά σε περίοδο καλοκαιρίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρευδιαστάς — παρευδιαστά̱ς , παρευδιαστής that comes on land in fine weather masc acc pl παρευδιαστά̱ς , παρευδιαστής that comes on land in fine weather masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”